-
1 свести
свестисов см. сводить· судьба свела нас еще раз ἡ τύχη τό ἐφερε νά συναντηθούμε ἄλλη μιά φορά. -
2 свести
сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.
2. βλ. отвести (1 σημ.),3. βλ. сводить 1.4. αναμερίζω, απομακρύνω•лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.
5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•свести пятно βγάζω το λεκέ.
6. κόβω (το δάσος).7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•
-брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.
|| συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•свести курение περιορίζω το κάπνισμα•
свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.
|| φέρω, πε.-ριάγω.12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.
εκφρ.свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•свести с престола – εκθρονίζω•свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.
-
3 сомкнуть
1. (свести вплотную, соединить) κλείνω, ενώνω 2. (закрыть) συγκλεί-νω, κλείνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сомкнуть
-
4 нет!
нет||!ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·2. частица усил. разг (обычно не переводится):\нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:\нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει. -
5 гроб
-а, προθτ. в -у, на -е, κ. на -у, о -е, πλθ. -ы и. -а.1. φέρετρο (νεκρού), κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο.2. παλ. μνήμα, τάφος.3. (απλ.) χαμός, θάνατος, τέλος• πολύ άσχημα.εκφρ.до -а – ως τον τάφο, ως το θάνατο•верность до -а – πίστη ως το θάνατο•по гроб (жизни) – απλ. ως το θάνατο•в гроб вогнать ή вколотить, свести – κ.τ.τ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο•в гроб глядеть ή смотреть – βλέπω το χάρο (με τα μάτια)•быть на краю -а•, стоять одной ногой в -у – είμαι στο χείλος του τάφου• είμαι με το ένα πόδι στον τάφο•близок к -у – ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος•идти за -ом – πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία•хоть в гроб ложись – (για κατάσταση) είναι αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα. -
6 дружба
-ы θ.φιλία•свести -у πιάνω φιλία•
под видом -ы κάνοντας το φίλο•
быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•
не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.
-
7 заупокой
επίρ.στην έκφραση:α) помянуть за заупокой (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής·β) начать за здравие, а кончить (ή свести) заупокой αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση• αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα. -
8 здравие
-я ουδ.παλ. βλ. здоровье.εκφρ.во здравие – παλ. στην υγεία•здравие желаю – παλ. σας ευχόμαστε υγεία (απάντηση κατωτέρων αξιωματικών σε χαιρετισμό ανωτέρου)•начать за здравие, а кончить ή свести за упокой – αρχίζω με γέλια και τελειώνω με κλάματα, αρχίζω με το καλό και τελειώνω με το κακό (για συνομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.). -
9 конец
-нца α.1. τέλος, τέρμα, πέρας•месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•
-песни τέλος του τραγουδιού•
без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•
при - жизни προς το τέλος της ζωής•
доводить до -а φέρω σε πέρας•
от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•
-нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.
2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.
3. θάνατος•тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.
4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.εκφρ.до -а – ως το τέλος•под -ом – προς το τέλος•из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•нет -а – δεν υπάρχει τέλος•-а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•- ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•- ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε. -
10 могила
-ы θ.τάφος, μνήμα•возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•
вы-рить -у σκάβω τον τάφο.
|| ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).εκφρ.до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο). -
11 нет
απρόσ. ως κατηγ.1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•
нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•
в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•
у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).
2. όχι, δεν•все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•
он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•
нет ещё όχι ακόμα.
3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;
4. μόριοεπιτακ. όχι, για, πω-πώ.5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.7. έλλειψη, ανέχεια•на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.
εκφρ.и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέουдаи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•на нет – στο ελάχιστο•свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού. -
12 ноль
κ. нуль-я α.μηδέν (Ο).(για θερμοκρασία κλπ.) μηδέν•температура пять градусов ниже -я θερμοκρασία πέντε βαθμούς κάτω του μηδενός.
|| (για ανθρώπους) μηδαμινός, τίποτε, τιποτένιος•для меня он ноль για μένα αυτός είναι ένα μηδενικό (τίποτε).
εκφρ.ноль-ноль – α) ακριβώς (για χρόνο)• β) (αθλτ.) ισοπαλία•ноль внимания – (απλ.) καθόλου προσοχή•ноль без палочки – ένα μεγάλο μηδενικό•свести к -ю – εκμηδενίζω•стричь под ноль – κουρεύω σύρριζα. -
13 сводить
сводить 1ρ.σ. πηγαίνω κάτι και επιστρέφω, μεταφέρω κάπου και επαναφέρω• οδηγώ, πηγαίνω, βγάζω•сводить детей погулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο•
вчера нас -ли в театр χτες μας πήγαν στο θέατρο.
сводить 2ρ.δ.βλ. свести (όλες οι σημ. εκτός της 2 και 3)•εκφρ.не сводить глаз с кого, чего – δεν ξεκολλώ το βλέμμα από κάποιον, κάτι (παρακολουθώ επίμονα, άγρυπνα).1. βλ. свестись.2. ανάγομαι.3. περικλείνομαι• συνίσταμαι. -
14 ум
-а α.νους, μυαλό, διάνοια•острый ум η οξύνοια•
тонкий ум λεπτό πνεύμα•
светлый ум φωτεινό μυαλό•
склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•
человек большого -а μεγάλος νους•
проницательный ум διεισδυτικός νους•
обширный ум ευρύς νους•
лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.
εκφρ.без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•ум за разум зашл – παραλόγιασε•- а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•- у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•от большого -а ή с большого -а (сделать) – ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.
См. также в других словарях:
СВЕСТИ — сведу, сведёшь, прош. свёл, свела; сведший; сведя и (устар.) сведши, сов. 1. (несов. сводить (2)) кого что. Ведя, доставить сверху вниз, помочь кому н. сойти вниз. Свести слепого с лестницы. Свести усталого путника с горы. 2. (несов. сводить (2)) … Толковый словарь Ушакова
свести — сведу, сведёшь; свёл, свела, ло; сведший; сведённый; дён, дена, дено; сведя; св. 1. кого что. Помочь кому л., заставить кого л. сойти вниз. С. лошадь с горы. С. ребёнка по лестнице. 2. кого что. Заставить, вынудить кого л. сойти на более низкое… … Энциклопедический словарь
Свести счёты — Severed Ties Режиссёр Дамон Сантостефано В главных ролях Джонни Легенд Длительность 92 мин … Википедия
свести — сблизить, сдвинуть; познакомить, представить; ограничить, лимитировать, сузить, поставить в рамки, скопировать, слить, соединить, низвести, доставить, срубить, завязать, свести со двора, довести, спустить, перевести, выкрать, установить,… … Словарь синонимов
свести — знакомство • действие, начало свести разговор • изменение свести судорогой • действие, непрямой объект свести счёты • действие … Глагольной сочетаемости непредметных имён
СВЕСТИ — СВЕСТИ, сведу, сведёшь; свёл, свела; сведший; сведённый ( ён, ена); сведя; совер. 1. кого (что). Ведя, доставить куда н., отвести. С. детей в театр. С. гостей на выставку. 2. кого (что). Ведя, спустить сверху вниз. С. старика с лестницы. 3. кого… … Толковый словарь Ожегова
СВЕСТИ — СВЕСТИ, свесть, см. сводить. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 … Толковый словарь Даля
свести́(сь) — свести(сь), сведу, сведёшь, сведёт(ся); свёл(ся), свела(сь), ло(сь), ли(сь) … Русское словесное ударение
Свести — I сов. перех. разг. Ведя, доставить куда либо; отвести. II сов. перех. и неперех. см. сводить I Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
Свести — I сов. перех. разг. Ведя, доставить куда либо; отвести. II сов. перех. и неперех. см. сводить I Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
свести — свести, сведу, сведём, сведёшь, сведёте, сведёт, сведут, сведя, свёл, свела, свело, свели, сведи, сведите, сведший, сведшая, сведшее, сведшие, сведшего, сведшей, сведшего, сведших, сведшему, сведшей, сведшему, сведшим, сведший, сведшую, сведшее,… … Формы слов